- λεκιθοπώλης
- λεκιθοπώληςpeasepudding-sellermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεκιθοπώλης — λεκιθοπώλης, ὁ, θηλ. λεκιθόπωλις, ώλιδος (Α) [λέκιθος] αυτός που πουλά αλεσμένα όσπρια ή αυτός που πουλά αβγά … Dictionary of Greek
λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… … Dictionary of Greek
λεκιθοπωλίδων — λεκιθόπωλις peasepudding seller fem gen pl λεκιθοπώλης peasepudding seller fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθοπώλιδι — λεκιθόπωλις peasepudding seller fem dat sg λεκιθοπώλης peasepudding seller fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθόπωλιν — λεκιθόπωλις peasepudding seller fem acc sg λεκιθοπώλης peasepudding seller fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκιθόπωλις — peasepudding seller fem nom sg λεκιθοπώλης peasepudding seller fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)